Μαργαρίτα

Μαργαρίτα
η
κύριο όνομα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαργαρίτα — Κοινή ονομασία πολλών άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των συνθέτων (compositae) και έχουν άνθη κατά κεφάλια, με εμφανή ακτινοειδή στεφάνη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μ. φέρουν δύο ειδών άνθη: τα πρώτα έχουν ακτινωτή… …   Dictionary of Greek

  • μαργαρίτα — η (λ. ιταλ.), το φυτό χρυσάνθεμο το θαμνώδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαργαρῖτα — μαργαρίτης pearl masc voc sg μαργαρίτης pearl masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηνιάτη, Μαργαρίτα Αλβάνα — Βλ. λ. Αλβάνα Μηνιάτη, Μαργαρίτα …   Dictionary of Greek

  • Αγία Μαργαρίτα — (Sainte Marguerite).Γαλλικό μικρό νησί στη Μεσόγειο, απέναντι από την πόλη Κάνες, από την οποία απέχει δύο μίλια. Έχει μήκος 6 χλμ. και χωρίζεται από το γειτονικό μικρό επίσης νησί του Αγίου Ονοράτου με πορθμό πλάτους ενός χλμ. Στο νησί αυτό… …   Dictionary of Greek

  • Αλβάνα-Μηνιάτη, Μαργαρίτα — (Κέρκυρα 1821 – Λιβόρνο 1887). Συγγραφέας. Θεωρείται από τις σημαντικότερες Ελληνίδες λόγιες και συγγραφείς του 19ου αι. Η πνευματική της ακτινοβολία και η ευγένεια του χαρακτήρα της την ανέδειξαν σε ηγερία μιας πλειάδας λογοτεχνών και… …   Dictionary of Greek

  • Βελισάρη, Μαργαρίτα — (19ος αι.). Καλόγρια το 1825 στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας. Φίλη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, από τον οποίο απέκτησε το 1836 έναν γιο, τον Πάνο. Το ίδιο όνομα είχε και ο νόμιμος πρωτότοκος γιος του, που σκοτώθηκε στον εμφύλιο του 1824.… …   Dictionary of Greek

  • Λυμπεράκη, Μαργαρίτα — (Αθήνα 1919 – 2001). Πεζογράφος και θεατρική συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική, ενώ έζησε για πολλά χρόνια στο Παρίσι. Έγραψε μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και σενάρια …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”